Information | |
---|---|
instance of | (noun) (Greek mythology) one of a nation of women warriors of Scythia (who burned off the right breast in order to use a bow and arrow more effectively) Amazon |
Meaning | |
---|---|
Modern Greek (1453-) | |
has gloss | ell: Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Σανάπη είναι γνωστή μία από τις Αμαζόνες που ξέφυγε από τη σφαγή κατά την εκστρατεία του Ηρακλή. Η Αμαζόνα αυτή βρήκε καταφύγιο στην Παφλαγονία, όπου παντρεύτηκε τον βασιλιά της. Κατά τη διάρκεια της ζωής της εκεί είχε ιδιαίτερες επιδόσεις στην οινοποσία, και αυτός είναι ο λόγος που ονομάσθηκε «Σανάπη», που στην τοπική διάλεκτο σήμαινε «μέθυση». Το όνομα παραφθάρηκε μεταγενέστερα σε «Σινώπη» και έτσι η Σανάπη έδωσε το όνομά της στην πόλη Σινώπη του Πόντου, είναι δηλαδή η «επώνυμη ηρωίδα» της Σινώπης. |
lexicalization | ell: Σανάπη |
Lexvo © 2008-2024 Gerard de Melo. Contact Legal Information / Imprint