Information | |
---|---|
instance of | (noun) a condensed but memorable saying embodying some important fact of experience that is taken as true by many people adage, saw, proverb, byword |
Meaning | |
---|---|
Modern Greek (1453-) | |
has gloss | ell: Νεύμα ή γνέψιμο είναι το σήμα που κάνει κάποιος με το κεφάλι, τα μάτια ή τα χέρια. Ανάλογα με την περίσταση μπορεί να έχει άλλη ένοια. Πχ κάνουμε ένα νεύμα για να χαιρετίσουμε κάποιον, κάνουμε νεύμα για να δώσουμε εντολή να ξεκινήσει μια διαδικασία. Ετυμολογικά προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη νεύω εξ ου και πολλές φορές ονομάζεται και νόημα, π.χ. κάνω νόημα σε κάποιον. |
lexicalization | ell: νεύμα |
Lexvo © 2008-2024 Gerard de Melo. Contact Legal Information / Imprint