Information | |
---|---|
instance of | (noun) a vote to select the winner of a position or political office; "the results of the election will be announced tonight" election |
Meaning | |
---|---|
Modern Greek (1453-) | |
has gloss | ell: Με την ονομασία εκλογικός αντιπρόσωπος καθιερώθηκε να αποκαλείται ο επίσημα διορισμένος σε κάθε εκλογικό τμήμα (όχι και απαραίτητα) αντιπρόσωπος συνδυασμού πολιτικού κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων ή ανεξάρτητου υποψήφιου βουλευτή, κατά τη διενέργεια ψηφοφορίας βουλευτικών εκλογών. |
lexicalization | ell: Εκλογικός αντιπρόσωπος |
Lexvo © 2008-2024 Gerard de Melo. Contact Legal Information / Imprint