e/el/Εκλογικός αντιπρόσωπος

New Query

Information
instance of(noun) a vote to select the winner of a position or political office; "the results of the election will be announced tonight"
election
Meaning
Modern Greek (1453-)
has glossell: Με την ονομασία εκλογικός αντιπρόσωπος καθιερώθηκε να αποκαλείται ο επίσημα διορισμένος σε κάθε εκλογικό τμήμα (όχι και απαραίτητα) αντιπρόσωπος συνδυασμού πολιτικού κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων ή ανεξάρτητου υποψήφιου βουλευτή, κατά τη διενέργεια ψηφοφορίας βουλευτικών εκλογών.
lexicalizationell: Εκλογικός αντιπρόσωπος

Query

Word: (case sensitive)
Language: (ISO 639-3 code, e.g. "eng" for English)


Lexvo © 2008-2024 Gerard de Melo.   Contact   Legal Information / Imprint