e/el/Αλυσόδεσμος

New Query

Information
instance of(noun) a condensed but memorable saying embodying some important fact of experience that is taken as true by many people
adage, saw, proverb, byword
Meaning
Modern Greek (1453-)
has glossell: Ο αλυσόδεσμος αποτελούσε "ποδοπέδη" (κατ΄ αντιστοιχία των χειροπέδων) στην παλαιότερη εποχή ναυτικής ιστορίας που κάποιες γαλέρες ήταν κάτεργα. Ο αλυσόδεσμος ήταν ένα μικρό σχετικά τμήμα αλυσίδας της οποίας το ένα άκρο έφερε κλοιό σχετικά μικρής διαμέτρου που περνούσε στο σφυρό του ενός ποδιού του "δεσμώτη - ερέτη" (κωπηλάτη) και το άλλο στερεωνόταν στο "σέλμα" πάγκο κωπηλασίας που αυτό χρησίμευε και ως κάθισμα, τραπέζι, κρεβάτι, τόπος μαρτυρίου για να καταλήξει όχι σπάνια και σε νεκρική κλίνη.
lexicalizationell: αλυσόδεσμος

Query

Word: (case sensitive)
Language: (ISO 639-3 code, e.g. "eng" for English)


Lexvo © 2008-2024 Gerard de Melo.   Contact   Legal Information / Imprint